Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ-ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΠΑΠΟΥΤΣΙΔΑΚΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η σκιές είναι μια πανάρχαια έκφραση και τέχνη. Βασικές πηγές πληροφοριών, εκτός των άλλων ιστορικών πηγών, ήσαν οι ίδιοι οι πρωτομάστορες του Θεάτρου Σκιών καθώς και το κοινό που τους παρακολουθούσε. Οι ίδιοι δεν έγραφαν γιατί σαν λαϊκοί άνθρωποι δεν πίστευαν στη σημασία της καθημερινότητας και έτσι φεύγοντας από την ζωή έπαιρναν μαζί τους σημαντικές πληροφορίες. Σε αντίθεση με την ιστορία του Καραγκιόζη που χανόταν με τα χρόνια τα μυστικά της τέχνης σώθηκαν από δάσκαλο σε μαθητές, που καθένας με την σειρά του έβαζε στην τέχνη τα δικά του προσωπικά στοιχεία για να τα παραδώσει και αυτός στους συνεχιστές του. Τα ιστορικά στοιχεία ιδίως για την προέλευση της τέχνης του Καραγκιόζη ήταν λίγα έως ανύπαρκτα κάτι που έδινε την ευχέρεια στον καθένα να δίνει την δική του ερμηνεία. Έτσι άλλος λέει ότι ο Καραγκιόζης ήταν Έλληνας ενώ άλλοι συμπέραναν ότι ήταν Τούρκος, χωρίς να λείπουν και άλλες θεωρίες, που δεν μπορεί κάποιος με ευκολία να τις διαψεύσει ή να τις επαληθεύσει.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ

Τη καταγωγή του θεάτρου σκιών διεκδικούν πολλές χώρες, ανάμεσά τους, η Ελλάδα, η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Κίνα και άλλες.
Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι το θέατρο σκιών είναι ασιατικής προελεύσεως κι από εκεί μεταδόθηκε στην Ινδία και μετέπειτα στην Ευρώπη.
Τα πρώτα ιστορικά στοιχεία που έχουμε για την ύπαρξή του είναι η αναφορά του σε μια κινέζικη εγκυκλοπαίδεια του 1000 μ.χ.
Πιστεύεται ‚πως η γέννησή του οφείλεται στο απλό γεγονός ότι οι Κινέζοι κάλυπταν τα παράθυρα τους με χαρτί και κατά συνέπεια το βράδυ καθώς το εσωτερικό του σπιτιού φωτιζόταν οι σκιές των ενοίκων προσέφεραν ένα ονειρικό θέαμα στους περαστικούς.
Το κινέζικο θέατρο σκιών είχε θρησκευτικό χαρακτήρα και οι φιγούρες του είναι δείγματα μεγάλης τέχνης.
Ο κινέζικος θρύλος λέει, πως ο θάνατος της ευνοούμενης του αυτοκράτορα Γιου Ντι τον 2° π.χ. αιώνα προκάλεσε μεγάλη θλίψη σε όλη την αυλή και πως χάρη στην εφεύρεση του θεάτρου σκιών, ο αυτοκράτορας ξαναβρήκε την παρουσία της αγαπημένης του που είχε χαθεί.
Η τουρκική παράδοση λέει πως ο Καραγκιόζης ήταν χτίστης
κι επειδή με τα αστεία του καθυστερούσε τους εργάτες στην
κατασκευή του τζαμιού, τον σκότωσε ο σουλτάνος Οχράν
(1326 — 1359). Ο Χατζηαβάτης, που ήταν ο εργολάβος του
έργου, για να διασκεδάσει τον στεναχωρημένο σουλτάνο έφτιαξε έναν χαρτονένιο Καραγκιόζη και τον ζωντάνεψε πίσω από ένα
φωτισμένο πανί.
Τόσο ευχαριστήθηκε ο σουλτάνος που έδωσε άδεια στον Χατζηαβάτη να παίζει τις ιστορίες του Καραγκιόζη όπου ήθελε και έφτιαξε ένα ωραίο μνημείο στην Προύσα όπου τον ενταφίασε με μεγάλες τιμές.
Μια άλλη ακόμα παράδοση λέει πως ο Καραγκιόζης ήταν ταχυδρόμος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και ο Χατζηαβάτης ταχυδρόμος του σουλτάνου Αλαϊντίν.
Ο Τούρκος θεατρολόγος Μεντίν Αντ, τοποθετεί την πρώτη παράσταση Καραγκιόζη στην Αίγυπτο όπου εκεί είδαν οι Τούρκοι για πρώτη φορά Καραγκιόζη το 1517 και αποφάσισαν να τον εισαγάγουν και να τον βαπτίσουν συμπατριώτη τους.
Με την τεράστια οικονομική του δύναμη ο σουλτάνος έφερε στην Κωνσταντινούπολη τους διασημότερους Αιγύπτιους καραγκιοζοπαίχτες. Στην ίδια πόλη έμενε μια πανσπερμία λαών, θρησκειών και εθνοτήτων, από Έλληνες και Εβραίους μέχρι Αρμένηδες και Σλάβους.
Στην αρχή ο Καραγκιόζης είχε θρησκευτικό χαρακτήρα και τα θέματά του ήταν ηθικοδιδακτικά και βαδίζοντας στον 16ο αιώνα πλέον γίνεται πλατιά διαδεδομένος στην Οθωμανική αυτοκρατορία κι αποτελεί τη μόνη θεατρική λύση αφού η μουσουλμανική θρησκεία απαγορεύει το θέατρο με ανθρώπους ή και την απλή ανθρώπινη αναπαράσταση.
Το κοινό του αποτελείται αποκλειστικά από άντρες εκτός από τις περιπτώσεις που η παράσταση γίνεται σε σπίτι όπου επιτρέπεται η παρακολούθηση και στις γυναίκες.
Ο τούρκικος Καραγκιόζης ήταν βωμολόχος και πιστεύεται ότι διέθετε ένα τεράστιο φαλλό που οι Έλληνες αντικατέστησαν με το μακρύ του χέρι για λόγους ευπρέπειας.
Υπάρχει ένας θρύλος σύμφωνα με τον οποίο, ένας Έλληνας Υδραίος στην καταγωγή, ο Γ. Μαυρομάτης έφτασε στην Τουρκία από την Κίνα με το θέατρο σκιών του και αφού εγκαταστάθηκε στην Πόλη έδωσε το όνομά του (μεταφρασμένο στα τούρκικα) στον ήρωα του θεάτρου του. Πληροφορίες αναφέρουν ότι είχε βοηθό του τον Γιάννη Βράχαλη (Μπράχαλη) που έφερε τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα.
Στα αρχαιότερα χρόνια στην Ελλάδα κατά τα Ελευσίνια μυστήρια στα οποία μάλιστα το κυριότερο της μυσταγωγικής τελετής ήταν «τα δεικνυόμενα, δρώμενα και θεώμενα» με εντυπωσιακή εναλλαγή φωτός και σκότους εικάζετε ότι ήταν η πρώτη μορφή Θεάτρου Σκιών από όπου και οι άλλοι Λαοί της Ανατολής συμπερίλαβαν στην αναβίωση των μυστηριακών θρησκειών τους γεγονός που σχετίζεται με την εξάπλωση του ελληνιστικού πολιτισμού κατά τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του στην Ανατολή. Έτσι λοιπόν το μυστηριακό Θέατρο των Σκιών που βρίσκουμε στους Άραβες δεν μπορεί να είναι παρά το απομεινάρι της λατρείας των μυστηριακών θρησκειών που είχαν ακμάσει στην ανατολή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους
Κατά συνέπεια όχι μόνο πρέπει να αποδώσουμε την καταγωγή του στους Έλληνες αλλά μπορούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η τεχνική του Θεάτρου των Σκιών ανάγεται στα Ελευσίνια μυστήρια αν προσέξουμε ότι τα χαρακτηριστικά της ταιριάζουν απόλυτα με τις λιγοστές πληροφορίες που έχουμε για την κυριότερη τελετουργία τους.
Το Θέατρο Σκιών επομένως είναι το πρώτο θέατρο που εμφανίζεται στη νεότερη Ελλάδα και το επικρατέστερο για πολλά χρόνια σε αυτή αλλά και σε όλους τους γείτονες Λαούς.
Η πρώτη γραπτή πληροφορία για παράσταση Καραγκιόζη στην Ελλάδα υπάρχει στην τοπική εφημερίδα του Ναυπλίου « Ταχύπτερος Φήμη», το 1841 ενώ σύμφωνα με την μελέτη του Τζούλιο Καϊμη ένας έξυπνος Έλληνας καλαματιανής καταγωγής, επ’ ονόματι Βράχαλης (Μπράχαλης) και διαμένων στην Πόλη, εκεί γύρω στα 1860 τα μάζεψε και ήρθε στον Πειραιά, έπιασε ένα καφενείο απέναντι από το τελωνείο κι έστησε μια σκηνή ένα μέτρο επί μισό για να παίζει θέατρο σκιών με τις μιας πιθαμής χαρτονένιες φιγούρες του.
Όμως μήτρα που θα αναθρέψει και θα γεννήσει τον ελληνικό Καραγκιόζη θα γίνει η Πάτρα όπου εκεί θα τον μεταφέρει το 1881 ο Χρ. Κόντος και θα τον κάνει Ρωμιό ο θρυλικός καραγκιοζοπαίχτης Δημήτριος Σαρντούνης (Μίμαρος από την ικανότητα του στην μιμική τέχνη).
Ο Μίμαρος λοιπόν με την δύναμη της μιμικής του και με την δημιουργία νέων τύπων και νέων παραστάσεων έδωσε νέα μορφή και νέα ζωή στο ελληνικό θέατρο σκιών.
Παράλληλα αξίζει να αναφερθεί ότι παραστάσεις Καραγκιόζη παιζόταν στην αυλή του Αλή Πασά στα Γιάννενα απ’ όπου και στην συνέχεια εξαπλώθηκε στην γύρω περιφέρεια και αποτέλεσε μορφή διασκέδασης των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατία αλλά και μετά.
Αν θέλουμε όμως να χωρίσουμε την εποχή του Καραγκιόζη σε περιόδους θα το κάναμε ίσως ως εξής:
1850 -1880: Ο Καραγκιόζης αυτής της εποχής τουρκοφέρνει έντονα και αντιμετωπίζει την περιφρόνηση των αστών που θέλουν δυτικό θέατρο αλλά και του λαού που συχνά πήγαινε εκεί μην έχοντας που αλλού να πάει.
Για μια περίοδο δημιουργείται η εντύπωση πως ο Καραγκιόζης είναι ένα θέαμα καταδικασμένο να σβήσει κάτω από την αδιαφορία και τις επιθέσεις.
Εκείνη την εποχή πρέπει να ήταν ακόμα βωμολόχος, αν κρίνουμε από το περιστατικό με ήρωα τον Μακρυγιάννη που αναφέρει ο Ν.Πολίτης όταν σε μια παράσταση Καραγκιόζη που παρακολουθούσαν και γυναίκες το θέαμα εμφανιζόταν ιδιαίτερα σεμνότυφο με αποτέλεσμα να αγανακτήσει ο Μακρυγιάννης που αφού έβγαλε έξω τις γυναίκες, υποχρέωσε τον Καραγκιόζη « να πει αυτά που ήξερε».
1880 — 1910: Εκεί που ο Καραγκιόζης έμοιαζε πως θα σβήσει αρχίζει με μια η τρομερή του άνθιση.
Τότε εξελληνίζεται και αρχίζει να μιλά στον λαό για πράγματα οικεία, παίρνοντας τα θέματα του από την καθημερινή ζωή κι άλλοτε από τα παραμύθια ή από ιστορίες ηρωικές, μη διστάζοντας να έχει στο ρεπερτόριό του ακόμα και αρχαίες τραγωδίες.
Πρωταγωνιστής σε αυτή την ανάπτυξη θεωρείται ο καραγκιοζοπαίχτης Μίμαρος (1861-1912) από την Πάτρα.
Το κοινό της εποχής είναι έντονα λαϊκό, αλλά και τρομερά ευαίσθητο πράγμα που υποχρέωσε τον καραγκιοζοπαίχτη να είναι πολύ προσεκτικός στα καλαμπούρια και στο λόγο του ξεπερνώντας έτσι τον βωμόλοχο προηγούμενο χαρακτήρα του.
1915 – 1940: Η Τρίτη περίοδος του θεάτρου σκιών που θεωρείται και η περίοδος της τελειοποίησης κατά την οποία κυριαρχούν οι μεγάλες προσωπικότητες των καραγκιοζοπαιχτών.
Οι φιγούρες που παλαιότερα ήταν από τενεκέ ή χαρτόνι, τώρα γίνονται από δέρμα και είναι χρωματιστές.
Η σκηνή του έχει μεγαλώσει, τα έργα έχουν εμπλουτιστεί και ολοκληρωθεί.
Η προοδευτική αστική τάξη έχει αρχίσει να ενδιαφέρεται για αυτή τη γνήσια μορφή τέχνης που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα.
Παραστάσεις Καραγκιόζη δίνονται παντού αφού η μεταφορά του θεάτρου είναι πολύ εύκολη.
Το 1924 με 1925 εμφανίζονται για πρώτη φορά φυλλάδια με έργα του Καραγκιόζη και με ενδιαφέρουσες εικονογραφήσεις.
Ο Καραγκιόζης θεωρείται πλέον αρκετά αξιοπρεπές θέαμα.
1940 έως σήμερα : Στη γερμανική κατοχή ο Καραγκιόζης αναλαμβάνει αντιστασιακό ρόλο και εμψυχώνει το λαό, γίνεται μια μοναδική σπίθα κεφιού, με τα ηρωικά του έργα σκορπά την ελπίδα στους σκλαβωμένους Έλληνες.
Αρκετές μάντρες ή αλλιώς καραγκιοζομάγαζα όπως τα ονόμαζαν γίνονται τόπος συγκέντρωσης αντιστασιακών.
Στη δεκαετία του ’50 για πρώτη φορά δίνονται παραστάσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική ξυπνώντας το ενδιαφέρον των ξένων.
Στο εσωτερικό όμως ο Καραγκιόζης απέκτησε ένα παντοδύναμο και νεοφερμένο εχθρό, τον κινηματογράφο με αποτέλεσμα το κοινό του να συρρικνώνεται.
Με την ανοικοδόμηση της Αθήνας, τα περισσότερα θέατρα κλείνουν και όλοι οι διαθέσιμοι χώροι δίνονται αντιπαροχή για ανέγερση πολυκατοικιών.
Στη δικτατορία ο Καραγκιόζης δίνει το δικό του αγώνα αφού στον ελεύθερο λόγο του δεν χωράει λογοκρισία, μπορεί να λέει τα πράγματα με το όνομά τους.
Η τηλεόραση και οι σύγχρονες συνθήκες ζωής έρχονται να δώσουν καίριο πλήγμα στο θέατρο του Καραγκιόζη κι έτσι στη δεκαετία του ’70 φαίνεται πως η τέχνη του Καραγκιόζη εξαφανίζεται.
Σήμερα τα μόνιμα θέατρα Καραγκιόζη είναι λιγοστά αν και το κοινό σε κάθε ευκαιρία σπεύδει να απολαύσει το μαγικό κόσμο της σκιάς.
Διάφοροι σύλλογοι και δήμοι διοργανώνουν περιστασιακές εκδηλώσεις και μερικές φορές περιλαμβάνουν στο πρόγραμμά τους, παραστάσεις του θεάτρου σκιών.
Οι αγνοί Καραγκιοζοπαίχτες όμως είναι ελάχιστοι και προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή την λαϊκή μας παράδοση ανάμεσα σε κάποιους κερδοσκόπους που στόχο τους έχουν να πλουτίζουν οι ίδιοι και να φτωχαίνει η Τέχνη του Καραγκιόζη δημιουργώντας πέπλα μυστηρίου και διανόησης, ακρίβειας και απομάκρυνσης για τον Καμπούρη που τους φορτώνεται στην πλάτη του ξεμακραίνοντας έτσι τους νέους και απογοητεύοντας τους παλαιότερους.
Κλείνοντας αξίζει να αναφερθεί ότι ο Καραγκιόζης ανδρώθηκε στα επιδέξια χέρια του Μίμαρου, του Θοδωρέλλου, του Ρούλια ,του Μέμου, του Μόλα, του Χαρίδημου ,του Μανωλόπουλου, αποκτώντας από το 1910 και μετά το χαρακτήρα της Αθηναϊκής Σκηνής που περιόδευε και στην επαρχία.
Έχοντας εξαγνιστεί από τα στοιχεία του αντίστοιχου τουρκικού θεάτρου σκιών και αντλώντας από τους μύθους του Ελληνισμού και την νεότερη λαϊκή ποίηση, το ελληνικό θέατρο του Καραγκιόζη αποτέλεσε το πρωτόλειο πλαίσιο δημιουργίας της νεοελληνικής κωμωδίας.
Όσο κι αν οι νεότεροι έχουν συνδέσει το θέατρο σκιών με κωμωδίες όπως «ο Καραγκιόζης φούρναρης», «γιατρός», «οι αρραβώνες του Καραγκιόζη» κ.ά., τα έργα που πραγματικά έγραψαν ιστορία ήταν τα ηρωικά δράματα.
Στους βαλκανικούς πολέμους, στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το 1940 και καθ’ όλη την διάρκεια της κατοχής, αλλά και στα χρόνια της δικτατορίας, οι εποποιίες του Καπετάν Γκρη, του Κατσαντώνη, η θυσία του Αθανάσιου Διάκου, ο Γέρος του Μοριά, η αντίσταση του Γκούρα στην ακρόπολη, έδωσαν διέξοδο στις πιέσεις που δεχόταν ο ελληνικός λαός και κυρίως την ελπίδα ότι όπως ο Καραγκιόζης, που παρά τις δυσκολίες επιβιώνει έτσι και ο ελληνισμός εν τέλει θα την «σκαπουλάρει».
Τις ειρηνικές πάλι περιόδους το Καραγκιοζοθέατρο λειτουργούσε ως βαρόμετρο των προβλημάτων και των αιτημάτων των λαϊκών τάξεων.
Γι’ αυτό και υπήρχε μια σχέση αφοσίωσης του κόσμου με τους παίκτες του Καραγκιόζη που στις ένδοξες μέρες ήταν πραγματικοί σταρ.
Τον Χειμώνα στα καφενεία και τα Καλοκαίρια στις μάντρες ο Καραγκιόζης έδινε χρόνο με τον χρόνο μάθημα επιβίωσης.
Έργα με συνήθη διάρκεια μιας ώρας, με τα τραγούδια (τσάμικα, καντάδες και ρεμπέτικα) και τις μουσικές, κρατούσαν δυόμιση ώρες, μια γνήσια λαϊκή μυσταγωγία.
Αυτός είναι ο Καραγκιόζης, απλός σκυφτός, ταπεινός και φτωχός που πάντα είναι πρόθυμος να μας διασκεδάσει και αρκείτε στο να ακούει μόνο τα γέλια μας.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ:    Το όνομά του και μόνο αυτό είναι τούρκικο και σημαίνει μαυρομάτης. Επί σκηνής είναι μόνιμα φτωχός, άεργος και άτεχνος, που αναλαμβάνει όποιο επάγγελμα του προτείνει ο Χατζηαβάτης. Ετοιμόλογος και αστείος, ο πονηρός καμπούρης προκαλεί τα γέλια με τις γκάφες και τα παθήματά του που καταλήγουν συνήθως στην κουζίνα κάποιου πλουσιόσπιτου και στη συνέχεια σε ένα γερό μπερντάχι από τον Βεληγκέκα, από το οποίο όμως συνέρχεται γρήγορα. Είναι άσχημος και κακοντυμένος, όμως διαθέτει απέραντο λεπτό, αλλά σαρκαστικό χιούμορ. Σχολιάζει τα νέα, κάνει παρέα με ιστορικά ή μυθικά πρόσωπα, από τον Μέγα Αλέξανδρο μέχρι τον Θησέα. Και πάντοτε σαν Έλληνας πατριώτης. Αργότερα ακολουθεί την πρόοδο της επιστήμης και την εξέλιξη της τεχνολογίας, θα τον δούμε μέχρι και αστροναύτη στον Άρη! Οικογενειάρχης με παιδιά που είναι η μικρογραφία του και με τα οποία χορεύει στην αρχή της παράστασης.
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Επονομαζόμενος Τσελεπής, που κρατάει από την τούρκικη μορφή. Είναι μικροαστός, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές της εξουσίας και φυσικά με το αζημίωτο. Κολακεύει δουλοπρεπώς τους ισχυρούς και είναι μόνιμος τελάλης. Κάνει παρέα με τον Καραγκιόζη και τρώει και τις σφαλιάρες του. Μαζί σκαρώνουν τα διάφορα επαγγέλματα, για να φάνε τελικά από κοινού ξύλο. Σκοπός του Χατζηαβάτη είναι να μαζεύει πενταροδεκάρες για να ζήσει την οικογένειά του. Πάντα με το ένα του χέρι κρατάει τα γένια του.
ΜΠΑΡΜΠΑ ΓΙΩΡΓΟΣ: Είναι εξ’ αρχής δημιούργημα του ΜΙΜΑΡΟΥ. Κάποιο φθινόπωρο που ο Καραγκιοζοπαίχτης έδινε παραστάσεις στην Κατούνα Ξηρόμερου, στο καφενείο που ήταν και έπινε καφέ εμφανίσθηκε ένας βλάχος. Ένας βλάχος αγαθός, φουστανελοφόρος, με ρουμελιώτικη προφορά, ψηλού αναστήματος και σωματώδης με μεγάλα γυριστά μουστάκια. Κρατούσε γλίτσα και τον έλεγαν Γιώργο. Τον είδε ο σαρδούνης και το ίδιο βράδυ τον έβγαλε στο πανί με μεγάλη επιτυχία στο κοινό. Όμως τον έβγαζε στο πανί μόνο σ’ εκείνη την περιοχή γιατί πίστευε ότι ήταν τοπικό θέμα .Αργότερα ο μαθητής του Μιμάρου, Ρούλιας τον επανέφερε στην Αθήνα μετά τον πόλεμο του 1897. Ο Μπαρμπαγιώργος δέχεται τα πειράγματα και τις φάρσες του ανιψιού του, Καραγκιόζη και δέρνει αλύπητα τον Βεληγκέκα. Είναι αυτός που λυτρώνει το κοινό από το αίσθημα της αδικίας που προκαλεί η τουρκική εξουσία τον παρουσιάζουν σαν ένα καλό νοικοκύρη που γλυκοκοιτάζει τις ωραίες υπάρξεις των αστικών κέντρων με καλό σκοπό….. τον γάμο.
ΣΙΟΡ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ: Δημιούργημα του ΜΙΜΑΡΟΥ και μόνος επιβιώσας επί σκηνής από τους Επτανησιακούς τύπους (Ζακυνθινός). Είναι κατ’φαντασία αριστοκράτης, μιλάει με έντονο το επτανησιακό ιδίωμα, τραγουδάει καντάδες, ντύνεται δυτικότροπα, υπενθυμίζει τα καλά της πατρίδας του και είναι μόνιμα ερωτευμένος.
ΑΛΛΟΙ ΕΠΤΑΝΗΣΙΑΚΟΙ ΤΥΠΟΙ: Εκτός από τον Σιορ Διονύσιο ο Μίμαρος δημιούργησε και άλλους Επτανησιακούς τύπους που και αυτοί όπως ο Διονύσιος χαρακτηρίζονταν από τις τοπικές ιδιορρυθμίες και την γλώσσα του τόπου τους. Εμπνεύσθηκε τους ήρωες αυτούς από τους τότε καθημερινούς Έλληνες των Ιονίων Νησιών που έρχονταν στο λιμάνι της Πάτρας.
ΒΕΛΗΓΚΕΚΑΣ: Δημιούργημα του Μιμάρου. Τουρκαλβανός που τον σκότωσε σε μονομαχία ο Κατσαντώνης. Είναι το όργανο της τούρκικής εκτελεστικής εξουσίας. Δεν μιλάει καλά ελληνικά, ανακατεύοντας τούρκικες και αλβανικές λέξεις. Δεν έχει ιδιαίτερη ευφυΐα και δέρνει όλους τους Έλληνες της σκηνής πλην του Μπάρμπα Γιώργου όπου οι όροι αντιστρέφονται.
Ο ΕΒΡΑΙΟΣ: Είναι πλούσιος Ισραηλίτης έμπορος της Θες/νικης που μεταφράζει τα πράγματα σε εμπορική και εισπρακτική αξία.
Ο ΣΤΑΥΡΑΚΑΣ: Είναι δημιούργημα του Γιάννη Μώρου. Είναι ψευτοπαλληκαράς, ανεπάγγελτος, αυτοπαινεύεται και διηγείται ανύπαρκτες ιστορίες με πρωταγωνιστή τον εαυτό του. Ντύνεται κουτσαβάκικα με μακρύ ζωνάρι , μιλάει την αργκό, έχει κομπολόι και μπαίνει στη σκηνή χορεύοντας ζεμπέκικο.
ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΑΝΟΥΣΟΣ: Χαρακτηριστικός τύπος Κρητικού από τα Σφακιά. Είναι παλικαράς αλλά αγαθός άνθρωπος που δέχεται τις παρερμηνείες των ιδιωματισμών της γλώσσας της ιδιαίτερης πατρίδας του από τον Καραγκιόζη.
ΜΟΡΦΟΝΙΟΣ: Είναι ο φιλάρεσκος, γιγαντοκέφαλος, βουτυροαναθρεμμένος νέος που θέλει τις νέες να μαλώνουν ποια θα τον πρωτοπάρει.
ΠΑΣΑΣ: Είναι ο στρατιωτικός διοικητής, σύμβολο της εξουσίας.
ΜΠΕΗΣ: Είναι ένας τούρκος αξιωματούχος.
ΒΕΖΥΡΗΣ: Είναι κάτι σαν πρωθυπουργός.
ΒΕΖΥΡΟΠΟΥΛΑ: Είναι η κακομαθημένη κόρη του Βεζίρη η οποία είτε είναι ερωτευμένη είτε ψάχνει για γαμπρό βάζοντας συνήθως αινίγματα και διάφορους γρίφους στους επίδοξους μνηστήρες.

ΟΙ ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΚΑΙ Η ΣΚΗΝΗ
Οι φιγούρες είχαν διαφορά διαστάσεων που ξεκινούσαν από τον μικροσκοπικό Μιρικόγκο μέχρι τον Βεληγκέκα που το ύψος του ξεπερνούσε το ύψος των κτισμάτων. Υπήρχαν και οι αρθρωτές φιγούρες όπως εκείνη του Εβραίου που τσακίζει κεφάλι και μέση, το σπαστό χέρι του Καραγκιόζη και του Σταύρακα και το σπαστό πόδι του Σεναλέμε.
Στον ελληνικό καραγκιόζη οι  ελληνικές φιγούρες βγαίνουν στη σκηνή από τα αριστερά, ενώ οι τούρκικες φιγούρες από δεξιά. Ο καραγκιοζοπαίχτης είχε πολλές από τις φιγούρες του διπλές και τριπλές με διάφορες αλλαγές στην ενδυμασία τους. Η κλασσική σκηνή του Μιμάρου με την παράγκα αριστερά και το Σαράι δεξιά, αποτελεί σταθερό δεδομένο του ξεκινήματος της παράστασης για να αλλάξει σε κάποιο διάλειμμα εάν απαιτείτο.